- τσιτωτός
- η , ό натянутый, растянутый; напряжённый (о мускулатуре и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσιτωτός — ή, ό, Ν βλ. τσητωτός … Dictionary of Greek
τσιτωτός — ή, ό επίρρ. ά τσιτωμένος, τεντωμένος, τεζαριστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσητωτός — και τσιτωτός, ή, ό, Ν [τσητώνω /τσιτώνω] τεντωμένος, τσητωμένος … Dictionary of Greek
τεζαριστός — ή, ό τεντωμένος, τσιτωτός: Το σκοινί είναι τεζαριστό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)